- ἐγχλωρίζω
- ἐγχλωρίζω,A = ἐγχλοάω, Sch.Nic. Th.154.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγχλωρίζω — ἐγχλωρίζω (Α) εγχλοώ … Dictionary of Greek
ἐγχλωρίζουσα — ἐγχλωρίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)